κοκκολογώ

κοκκολογώ
(Α κοκκολογῶ, -έω)
νεοελλ.
συλλέγω τους καρπούς τής ελιάς που έχουν απομείνει στο έδαφος
αρχ.
1. συλλέγω κόκκους
2. καθαρίζω το σιτάρι αφαιρώντας τους άχρηστους κόκκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. καρπο-λογώ, σιτο-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοκκολογῶ — κοκκολογέω sift grains pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοκκολογέω sift grains pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”